Η Βραζιλία, παρόλο που είναι ο κορυφαίος παραγωγός σόγιας παγκοσμίως, στέλνει κατά μέσο όρο πάνω από ένα εκατομμύριο τόνους στην Κίνα εβδομαδιαίως, οι ντόπιοι καταναλώνουν ελάχιστη ποσότητα. Σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου η σόγια αποτελεί φθηνή πηγή πρωτεΐνης, στη Βραζιλία έχει γίνει μια ακριβή και εξειδικευμένη προσφορά, που συναντάται κυρίως σε πολυτελή εστιατόρια. Οι κορυφαίοι σεφ του χώρου προετοιμάζουν εκλεπτυσμένα πιάτα, όπως κύβους τόφου διακοσμημένους με βρώσιμα λουλούδια.
Στην πόλη του Σάο Πάολο, οι Βραζιλιάνοι με κατώτατο μισθό πρέπει να δώσουν έναν ολόκληρο μισθό για 250 γραμμάρια τόφου, τονίζοντας έτσι την ακριβότητα του προϊόντος. «Είναι μια απόλαυση», λέει μια πελάτισσα που δοκίμασε τόφου σε ένα αριστοκρατικό εστιατόριο. Σημειώνεται επίσης ότι άλλοι λαοί, όπως οι Βολιβιανοί, οι Νιγηριανοί και οι Ρώσοι, καταναλώνουν περισσότερη σόγια από τους Βραζιλιάνους, οι οποίοι συνεχίζουν να προτιμούν τα παραδοσιακά πιάτα με ρύζι και φασόλια.
Η μαζική καλλιέργεια σόγιας ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα, τη δεκαετία του 1970, ανοίγοντας δρόμους για τη γεωργία στο εσωτερικό της χώρας, ενώ η Βραζιλία έχει πλέον ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε παραγωγή σόγιας. Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγής συνοδεύεται από περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως η αποψίλωση των δασών στο Αμαζόνιο.
Η σόγια που παράγεται κυρίως είναι γενετικά τροποποιημένη, γεγονός που έχει προκαλέσει επιφυλάξεις στην τοπική αγορά. Οι εταιρείες που προμηθεύουν τόφου και γάλα σόγιας πρέπει να επενδύσουν σε βιολογική και μη ΓΤΟ σόγια για να κρατήσουν τους απαιτητικούς καταναλωτές. Αν και η νομοθεσία δεν απαγορεύει τη χρήση ΓΤΟ σόγιας για ανθρώπινη κατανάλωση, πολλά προϊόντα θεωρούνται πλέον σύμβολα υγιεινής διατροφής.
Πηγή: naftemporiki.gr